λασίοφρυς

λασίοφρυς
λᾰσίοφρυς, υ, gen. υος,
A with bushy eyebrows, Hsch.s.v. μελάνοφρυς. [full] λᾰσῐοχαίτης, ου, , with shaggy hair, Hdn.Epim.166.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λασιόφρυς — λασιόφρυς, υ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + ὀφρῡς (πρβλ. δάσ οφρυς, λεύκ οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… …   Dictionary of Greek

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”